Ένα πλαίσιο πολιτικής ανάλυσης των εμπειριών παρέμβασης σε camps και πόλη

 

Εισαγωγή

 

Το ελληνικό κράτος έχει μακρά παράδοση στη ρατσιστική διαχείριση προσφύγων και μεταναστ(ρι)ών που βρίσκονται εντός αυτού. Η διαρκής πολεμική κατάσταση και φτώχεια στη Μέση Ανατολή και την Αφρική (στην οποία ενεργητικά συμβάλλει το ελληνικό κράτος), οι πολιτικές αποκλεισμού και εκμετάλλευσης αλλά και η οικολογική καταστροφή αναγκάζουν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στα ευρωπαϊκά εδάφη. Ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως τους επιφυλάσσει ένα εφιαλτικό μέλλον, με το ελληνικό κράτος να βρίσκεται στα μετόπισθεν των επεκτατικών πολεμικών επεμβάσεων και στην εμπροσθοφυλακή του πολέμου κατά των μεταναστριών σε ευρωπαϊκό έδαφος.

 

Προχωρώντας σε μια σύντομη αποτίμηση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους μπορούμε αρχικά να σημειώσουμε ότι αυτή γενικά χαρακτηρίζεται από μια κίνηση από έξω προς τα μέσα, από τον πόλεμο και αποκλεισμό στη συμπερίληψη με όρους υποτίμησης και εκμετάλλευσης: ξεκινά με την “εξωτερικοποίηση” των συνόρων, όπου χώρες μακριά από την Ελλάδα και την Ε.Ε (όπως η Λιβύη, με τη γνωστή συνεργασία Ελλάδας-Ιταλίας-λιβυκού λιμενικού και την αναπαραγωγή συνθηκών δουλεμπορίου στη Β.Αφρική) γίνονται οι πρώτοι “φραγμοί” στην κίνηση των μεταναστών, έπειτα με τον έλεγχο και την απώθηση των μεταναστ(ρι)ών στα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορα, συνεχίζεται με τις συλλήψεις και τον μακροχρόνιο εγκλεισμό σε στρατοπεδικές δομές κράτησης και ολοκληρώνεται με τους μόνιμους αποκλεισμούς και τις διακρίσεις που βιώνουν στην καθημερινότητά τους στο εσωτερικό της χώρας όλοι/-ες οι μετανάστες/-στριες, ακόμα και όσοι/-ες πληρούν τα πλέον αυστηρα κριτήρια νομιμότητας που θέτει ο κρατικός μηχανισμός.

 

Από το 1990 μέχρι το 2008, με τη μεσολάβηση των ολυμπιακών αγώνων το 2004, το ελληνικό κράτος ακολούθησε μια στρατηγική “επιλεκτικής χρησιμοποίησης” με έμφαση στην παρανομοποίηση* των μεταναστών/στριών για την εργασιακή τους εκμετάλλευση, σε μια ελληνική οικονομία που αναπτυσσόταν κυρίαρχα στον τομέα των κατασκευών, αναζητώντας επιπλέον φτηνά εργατικά χέρια αγροτών-εργατών/τριών, οικιακών βοηθών, νοσηλευτριών, σεξεργατριών κ.α. Μετανάστες/στριες έφταναν στην Ελλάδα από τις άλλες βαλκανικές χώρες και από τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, όπου το ελληνικό κράτος συμμετείχε στο πλαίσιο νατοικών και ευρωπαικών επιχειρήσεων (π.χ Ιράκ, Αφγανιστάν). Την ίδια περίοδο η κρατική βία και η ρατσιστική υποτίμηση στην Ελλάδα συμπλήρωναν την εργασιακή εκμετάλλευση, όπως κατήγγειλαν οι ίδιες οι μετανάστριες: Βίαιες επαναπροωθήσεις στα σύνορα, άτυπη παρατεταμένη κράτηση και βασανισμοί στα αστυνομικά τμήματα, άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, φασιστικά πογκρόμ.

 

Η στρατηγική αυτή δεν άλλαξε στη συνέχεια, αλλά εξελίχθηκε και εμπλουτίστηκε. Με την οικονομική κρίση του 2008, τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011 και την κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ο αντιμεταναστευτικός πόλεμος της Ελλάδας οξύνθηκε και συστηματοποιήθηκε, παράλληλα με τη συστηματοποίηση του πολεμικού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου, συμπληρώντας το ήδη υπάρχον πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.

Παρακάτω θα ξεχωρίσουμε τρεις βασικές και αλληλοδιαπλεκόμενες συνιστώσες του αντιμεταναστευτικού πολέμου και της διαχείρισης των πληθυσμών από την μεριά του κράτους και της Ε.Ε.: τα pushbacks στα σύνορα του Έβρου, την διοικητική κράτηση και το σύστημα των κέντρων κράτησης, το σύστημα των καμπς.

 

 

*Ως ”παρανομοποίηση” μπορούμε να ορίσουμε τη σκοπιμη κρατική παραγωγη των μεταναστων/στριών ως παρανομων με σκοπό την αποστέρησή τους από εργασιακά και άλλα δικαιώματα και με στόχο την εκμετάλλευσή τους. 

 

 

 Η θωράκιση του Έβρου και οι επαναπροωθήσεις

 

Ο φράχτης του Έβρου είχε αρχίσει να συζητιέται από την ελληνική αστυνομία και το στρατό το 2005, ακολούθησε επίσκεψη του αρχηγού της ΕΛΑΣ Δημοσχάκη (ταυτόχρονα αξιωματούχος του Στρατού) στις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπους, και διακρατική συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ που αξιοποιούσε την εμπειρία του τείχους του Μεξικού. Ακολούθησε εκπαίδευση το 2008 ελλήνων αστυνομικών από αμερικανούς αστυνομικούς, και ο φράχτης του Έβρου άρχισε να χτίζεται επί υπουργίας Παπουτσή και αρχηγού Γ.Ε.Σ Φράγκου το 2011. Το 2015 λίγο μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία, ο τότε υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής Γιάννης Μουζάλας, απέκλεισε το ενδεχόμενο να γκρεμιστεί ο φράχτης του Έβρου.

“Υπάρχουν τεχνικά ζητήματα που σε αυτή τη φάση δεν καθιστούν πρόσφορη την ιδέα να ανοίξει ο Έβρος”, είπε τότε σε συνέντευξη του στο Βήμα της Κυριακής.

 

Οι πολλαπλές μαρτυρίες μεταναστριών που έχουν επαναπροωθηθεί από τα σύνορα του Έβρου (pushbacks) συγκλίνουν σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που υποδεικνύει μια παγιωμένη και καλά συντονισμένη πρακτική απώθησης: Η σύλληψή τους από στρατό και αστυνομία ακολουθείται από την κράτηση τους σε αστυνομικά τμήματα ή άλλους χώρους όπως αποθήκες ή στρατώνες σε απάνθρωπες συνθήκες, δίχως τροφή ή νερό. Οι δεσμοφύλακες προβαίνουν συστηματικά στην αφαίρεση προσωπικών αντικειμένων, ακόμα και των ρούχων των μεταναστών, αλλά και στη χρήση ακραίας βίας που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε εικονικές εκτελέσεις. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αναφέρεται από κάποιους μετανάστες η συμμετοχή στις περιγραφόμενες πρακτικές προσώπων που φορούν διακριτικά, τα οποία δεν παραπέμπουν ούτε σε αστυνομικές αρχές αλλά ούτε και στον στρατό. Τελικά, οι μετανάστες οδηγούνται σε βάρκες στο ποτάμι του Έβρου απ’ όπου και επαναπροωθούνται στην Τουρκία. Φυσικά, η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία της καταγραφής και της δυνατότητας για αίτηση ασύλου παρακάμπτεται, όπως έχουν αποδείξει ακόμα και πολλοί διεθνείς οργανισμοί, φορείς και δημοσιογραφικές έρευνες. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian, τα μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης χρησιμοποίησαν παράνομες (εκτός από τις νόμιμες) μεθόδους στα σύνορα για να επαναπροωθήσουν πάνω από 40.000 αιτούντες άσυλο από τα ευρωπαικά σύνορα εν μέσω πανδημίας, με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 2000 ανθρώπων.

 

Ο φράχτης του Έβρου ενισχύθηκε και επεκτάθηκε πρόσφατα,ενώ η ελληνική αστυνομία θα τοποθετήσει στα σύνορα το «ηχητικό κανόνι» LRAD, που έχει χρησιμοποιηθεί από ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη με εμπειρία στην κατάστολή πληθυσμών (όπως το αμερικανικό και το ισραηλινό κράτος), για να το χρησιμοποιήσει εναντίον των μεταναστών/στριών αλλά και των ντόπιων «άτακτων πληθυσμών».

 

                 Η πρόσφατη ιστορία της Αμυγδαλέζας και των κέντρων κράτησης

 

Άλλο παράδειγμα της εξέλιξης του αντιμεταναστευτικού πολέμου του ελληνικού Κράτους και της συνεργασίας Ν.Δ-ΣΥΡΙΖΑ είναι η Αμυγδαλέζα.

 

Το κέντρο κράτησης βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της Σχολής της Αστυνομίας. Η ίδρυση του έγινε το 2012 επί Χρυσοχοΐδη όταν κάλεσε τους δήμους να του στείλουν χώρους όπου θα μπορούσαν να γίνουν τα 30 στρατόπεδα που είχε δεσμευτεί ότι θα ανοίξει. Όταν

άνοιξε είχε περίπου 90 διπλά κοντέινερ. Ο Ξένιος Δίας ξεκινά τον Αύγουστο του 2012 πραγματοποιώντας κρατικά πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας και προμηθεύοντας σταθερά το κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας και της Πέτρου Ράλλη με μετανάστριες/ες. Αυτές ήταν κυρίως από Πακιστάν,αλλά και Αφγανιστάν, Μπαγκλαντες, μετά λιγότερες/οι από Αλβανία, Γεωργία, Μαρόκο, Σομαλία κλπ. Γενικότερα ήταν ξεκάθαρα πρακτική μαζικής κράτησης με σκοπό την αποτροπή και όχι την απέλαση. Το Μάρτιο του 2014 βγαίνει η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους

που επιτρέπει την κράτηση πάνω από 18 μήνες (μετονομάζοντας τη ως περιοριστικό μέτρο ελευθερίας καθώς η κράτηση πάνω από 18 μήνες είναι παράνομη). Οπότε πλέον υπάρχει κόσμος που είναι 22,24,26 μήνες μέσα, και κόσμος που διανύει δεύτερο δεκαοχτάμηνο.

 

Όταν ανοίγει η Αμυγδαλέζα δεν έχει ακόμα ιδρυθεί η υπηρεσία Ασύλου. Αυτό είναι αρκετά σημαντικό γιατί κόσμος από αυτούς που βρίσκονταν Αμυγδαλέζα είχαν προσπαθήσει να καταθέσουν αίτηση ασύλου και δεν είχαν μπορέσει (την εποχή εκείνη μαζεύονταν κάθε μέρα 2.000 άτομα στην Π. Ράλλη και έπαιρναν 20 αιτήσεις). Όταν μεταφέρθηκε το άσυλο στην υπηρεσία ασύλου το

2013 ιδρύθηκε το κλιμάκιο της Αμυγδαλέζας που πήγαινε και κατέγραφε τη βούληση για άσυλο. Υπήρχαν πάρα πολύ μεγάλες καθυστερήσεις στην καταγραφή της βούλησης και στην αίτηση. Υποτίθεται οι αιτήσεις κρατουμένων εξετάζονται ταχύτερα αλλά μέχρι να γίνει καταγραφή κλπ

περνούσε ένα 6μηνο και μετά άρχιζε να μετρά ο χρόνος για τη συνέντευξη.

Τους μετέφεραν Κατεχάκη για τη συνέντευξη. Η υπηρεσία ασύλου σταθερά όταν λάμβανε τις αιτήσεις εισηγούταν συνέχιση της κράτησης μέχρι την εξέταση.

 

Από τότε μέχρι σήμερα η Αμυγδαλέζα δεν είναι παρά μια φυλακή, χωρίς στοιχειώδεις παροχές για τους κρατούμενους/ες, ενώ επεκτείνεται συνεχώς από το 2016 και μετά. Αντίθετα με τις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και το προσωρινό ‘άδειασμα” του κέντρου κράτησης, στις 20 Σεπτεμβρίου του 2016 ο ΣΥΡΙΖΑ, με υπουργό Προστασίας τον Τόσκα, ανακοινώνει τη συνέχιση της λειτουργίας της Αμυγδαλέζας ως κλειστού κέντρου κράτησης, ενώ το 2018, με υπουργική απόφαση, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποφασίζει την παράταση της λειτουργίας όλων των ΠΡΟΚΕΚΑ (ΠΡΟΚΕΚΑ Ταύρου, Αμυγδαλέζας, Κορίνθου,  ως τη 31 Δεκεμβρίου 2022.

 

                   Από το 2015 στη γενίκευση των στρατοπέδων συγκέντρωσης

 

Ανάμεσα στο 2015 και το 2016, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κάνει  τη μετάβαση από μια φαινομενική “αντιρατσιστική στάση” στη συνέχεια του αντιμεταναστευτικού πολέμου του ελληνικού κράτους. Η αντιμεταναστευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης των μεταναστών/στριών, ήταν η απάντηση του ελληνικού Κράτους στους αγώνες μεταναστών/στριών για την ελευθερία κίνησής τους και στο αντιρατσιστικό κίνημα αλληλεγγύς. Το 2015 Ε.Ε και ελληνικό κράτος κάνουν λόγο για “έκρηξη των μεταναστευτικών ροών” που απαιτεί ένα νέο σύστημα “διαχείρισης του μεταναστευτικού”. Η αρχική δήθεν “ανοιχτότητα” της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαικών αρχών αντικαθίσταται από μια νέα συμφωνία Ε.Ε-Τουρκίας για τον “έλεγχο των ροών”. Ένα κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τότε κλείνει μιλώντας για τα πρώτα δύο «συστήματα hot spot» σε Ελλάδα και Ιταλία. Η συμφωνία Ε.Ε-Τουρκίας, άρα και Ελλάδας-Τουρκίας που αποτυπώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 4375/2016, αποτέλεσε τομή δημιουργώντας ένα νέο σύστημα camp-hot spot, το οποίο ίσχυε και ισχύει σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα. Μεταξύ άλλων, η συμφωνία αυτή προέβλεπε ότι  μέχρι την εξέταση του αιτήματος ασύλου οι μετανάστες αυτοί παραμένουν έγκλειστοι στα χοτ-σποτ που μετατρέπονται σε κλειστά κέντρα κράτησης σε Λέσβο, Χίο, Λέρο και Σάμο για μέγιστο χρονικό διάστημα ενός μήνα. Στη συνέχεια αν δεν έχει εξεταστεί το αίτημά τους, μεταφέρονται σε κέντρα στην ενδοχώρα χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτά θα είναι κέντρα κράτησης ή «ανοιχτά» κέντρα. Αν το αίτημα ενός μετανάστη για άσυλο απορριφθεί τελεσίδικα, μεταφέρεται σε κέντρο κράτησης και απελαύνεται στη χώρα προέλευσής του.Επιπλέον, συμφωνήθηκε η λήψη μέτρων από την πλευρά της Τουρκίας για την παρεμπόδιση της μετανάστευσης και την αποτροπή δημιουργίας νέων οδών εισόδου στην ΕΕ. 

 

Στο Ν. 4375/2016 είναι σαφές ότι οι πιο «ανοιχτές δομές» στην ενδοχώρα έχουν ως προϋπόθεση της «κλειστές» στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Σάμος, Χίος κ.α), όπως αποτυπώνεται στα άρθρα 14 και 15 και στο σύνολο του νομοθετήματος, επομένως τα hot spots είναι πράγματι ένα σύστημα, του οποίου δεν μπορεί κανείς να απομονώσει τις επιμέρους στιγμές. Είναι μια σύγχρονη μορφή στρατοπέδου συγκέντρωσης, προϊόν της υλικής αναγκαιότητας των καπιταλιστικών κρατών και επιλογή του σύγχρονου ευρωπαϊκού και καπιταλιστικού, εθνοκρατικού και βιοπολιτικού ελέγχου του εχθρού. Εντάσσεται στη διαδικασία του σύγχρονου παγκόσμιου ταξικού πολέμου, που πυροδότησε η κρίση του 2008 και κορυφώθηκε στη Μέση Ανατολή.

 

      2020: από τον εκφασισμό στα σύνορα μέχρι το Lockdown

 

Οι δολοφονίες των Muhammad Al-Arab και Muhammad Gulzar στον Έβρο από ελληνικά αστυνομικά πυρά το Φλεβάρη του 2020, στο πλαίσιο του διακρατικού ανταγωνισμού και συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας στο μπλοκάρισμα των “μαζικών μεταναστευτικών ροών”, σε συνδυασμό με τα φασιστικά πογκρόμ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου την ίδια περίοδο (με τα οποία συγκρούστηκε το μειοψηφικό αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό κίνημα), έφτιαξαν νέα δεδομένα στον αντιμεταναστευτικό πόλεμο.

 

H διαδικασία της εξέλιξης του αντιμεταναστευτικού πολέμου επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας με τις πολιτικές του lockdown, που κηρύχθηκε το Μάρτιο του 2020 και επ. Τα «ανοιχτά camps» έκλεισαν περισσότερο, με γελοία «υγειονομικά», δήθεν, επιχειρήματα, με την επιβολή ενός ρατσιστικού στη πραγματικότητα lockdown που έχει δεχτεί κριτική από πολλές μεριές. Το ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε εργαλειακά τα tests, τα πρόστιμα, την απειλή της πανδημίας για να εντείνει τον κρατικό έλεγχο της κίνησης των μεταναστευτικών πληθυσμών.Τη μετατροπή όλων των δομών σε κλειστές, βρήκαν ευκαιρία με τον Covid-19 να την κάνουν πράξη.

 

Μεταξύ άλλων, στα campς της Ριτσώνας, του Ελαιώνα και της Μαλακάσας και σε άλλα, με πρόσχημα λίγα κρούσματα Covid-19 που εντοπίστηκαν, απαγορεύτηκε καθολικά, με αποφάσεις της κυβέρνησης ή των διοικήσεων των camps, το δικαιώμα τόσο εξόδου όσο και εισόδου μεταναστών/στριών όσο και αλληλέγγυων στο camp, είτε φορούσαν μάσκα σε ανοιχτό χώρο είτε όχι. Παράλληλα, ήρθε στο φως της δημοσιότητας το ”εθνικό σχέδιο διαχείρισης κρίσεων” στρατού και αστυνομίας με το κωδικό όνομα ”Αγνοδίκη” για την αντιμετώπιση πιθανών εξεγέρσεων ταυτόχρονα με την υγειονομική κρίση (https://covid19.gov.gr/proliptika-metra-gia-tin-apofygi-tis-diasporas-tou-koronoiou-se-kentra-ypodochis-ke-taftopiisis-ke-domes-filoxenias-politon-triton-choron/): «Το συγκεκριμένο σενάριο εφαρμόζεται σε περιπτώσεις γενικευμένων εξεγέρσεων, μεγάλων φυσικών καταστροφών όπως και, εν προκειμένω, σε «απειλές υγειονομικού χαρακτήρα με υψηλό δείκτη διασποράς». Ολόκληρη η δομή χαρακτηρίζεται «κρίσιμη περιοχή» και γίνεται προσπάθεια να οριοθετηθεί πλήρως η περίμετρός της. Πάνω στην κρίσιμη περίμετρο δημιουργούνται μόνο δύο σημεία εισόδου – εξόδου, ένα πρωτεύον και ένα εναλλακτικό. Εντός του καταυλισμού δημιουργείται η λεγόμενη «θερμή περιοχή». Πρόκειται ουσιαστικά για μια «κόκκινη ζώνη», με δύο προκαθορισμένα σημεία εισόδου – εξόδου. Η πρόσβαση στην «κρίσιμη» όσο και στη «θερμή» περιοχή είναι απόλυτα ελεγχόμενη από την αστυνομία». 

 

Άλλωστε η κυβέρνηση, διά στόματος του Υπουργού, Νότη Μηταράκη, είχε προαποφασίσει τη μετατροπή 93 δομών σε 38 κλειστές, δηλαδή την κατάργηση 55 δομών, εξαλείφοντας τις ξενοδοχειακές μονάδες, και αξιοποίησε την πανδημία για τη νομιμοποίηση αυτής της απόφασης. Επιπλέον, όπως είχε δηλώσει ο υπουργός σε ραδιοφωνική του συνέντευξη: «Η επιτάχυνση της διαδικασίας ασύλου (σ.σ και η επιτάχυνση των μαζικών απορρίψεων των αιτήσεων) είναι το κλειδί για να μην δημιουργούμε νέες δομές, να μην αυξάνονται οι διαμένοντες και τελικά να σας πω κάτι πολύ σημαντικό, συμβάλει και στο να μπει ένα φρένο στις ροές. Να ξέρουν ότι η χώρα μας πλέον δεν είναι ανοιχτή στη μετανάστευση για αυτούς που δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Και αυτή είναι μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης». Σύμφωνα με δήλωση του ίδιου, η κυβέρνηση της ΝΔ μείωσε μέσα στο πρώτο χρόνο της πανδημίας τις μεταναστευτικές ροές κατά 90% ενώ ο Υπουργός Προστασίας Μιχάλης Χρυσοχοΐδης του Πολίτη είχε συμπεριλάβει στις πρωτοχρονιάτικες ευχές του για το 2021 την εκτίμηση ότι το εμβόλιο για τον κορονοϊό και ο φράχτης στον Έβρο θα καταστήσουν την Ελλάδα ασφαλή χώρα για Έλληνες και Ευρωπαίους.

 

Έτσι η ελληνική-κρατική διαχείριση του άτακτου πληθυσμού των μεταναστών αλλά και των απείθαρχων ντόπιων μέσα στην πανδημία πήρε όλο και πιο συγκεκριμένες μορφές. Όλο και περισσότερο ένα κράτος ελέγχου αναδύεται ως κοινό στρατηγείο αντιμετώπισης ενός όλο και πιο πολυεθνικού καταπιεζόμενου πληθυσμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, επιπλέον, πως το Ελληνικό Υπουργείο Μετανάστευσης και Άσυλου σύντομα θα αναπτύξει και θα θέσει σε εφαρμογή ένα μερικώς αυτοματοποιημένο σύστημα παρακολούθησης σε νέες εγκαταστάσεις υποδοχής στα ελληνικά νησιά και στα σύνορα, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο στρατηγικής που διαβουλεύτηκε η οργάνωση AlgorithmWatch. Η παρουσίαση το περιγράφει ως ένα «ολοκληρωμένο ψηφιακό σύστημα διαχείρισης ηλεκτρονικής και φυσικής ασφάλειας τοποθετημένο μέσα και γύρω από τις εγκαταστάσεις χρησιμοποιώντας κάμερες και έναν αλγόριθμο ανάλυσης κίνησης (AI Behavioral Analytics)».

 

Απέναντι σε όλο αυτά, οι μετανάστριες/ες δεν μένουν αμέτοχες/οι. Η πραγματική τους κίνηση, σε καθεστώς παρανομίας και ημιπαρανομίας, συγκρούεται με το όλο διακρατικό σύστημα διαχείρισης και τους αποκλεισμούς που αυτό θέτει, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται δεκάδες λιγότερο ή περισσότερο αόρατοι αγώνες στις πόλεις και στις δομές εγκλεισμού, εξαιτίας των οποίων το Κράτος αναγκάζεται συχνά να αλλάζει την αντιμεταναστευτική πολιτική του και να “ανοιγο-κλείνει” τα camps και τα σύνορα. Το lockdown στα camps των μεταναστών/στριών, όπως και στις πόλεις για τα ντόπια άτομα, ”χαλάρωσε” μόνο όταν οι αγώνες και η δυσφορία των καταπιεσμένων έφτασε σε ένα ορισμένο σημείο βρασμού, πριν έρθει η ”τουριστική περίοδος” για το κεφάλαιο.

 

         Aπό την πυρκαγιά στη Μόρια μέχρι την τωρινή αναδιάρθρωση του camp-system

 

 

Τον Σεπτέμβρη του 2020 (8.9.2020) ξεσπά πυρκαγιά στο στρατόπεδο κράτησης μεταναστών της Μόριας, η οποία μέσα σε δύο μέρες οδηγεί στην ολοσχερή καταστροφή του. Τότε ο Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής, Μάνος Λογοθέτης, δήλωσε ότι «Η Ελλάδα είναι υπό επίθεση. Αν υποχωρήσουμε, η Ελλάδα θα φανεί ότι έχει ηττηθεί. Γι’ αυτό και οι μετανάστες, αφού έκαναν όσα έκαναν (σ.σ. εννοώντας ότι έκαψαν τη Μόρια), θα μείνουν στον δρόμο, σε σκηνές κάτω από τις ελιές για όσο πάει», ενώ ο Μηταράκης δήλωσε ότι ‘’Η Μόρια δεν μπορεί να συνεχίσει όπως την έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια. Για ακόμη μια φορά, τέτοια γεγονότα καταδεικνύουν την ανάγκη να επιταχυνθεί η διαδικασία δημιουργίας μιας κλειστής ελεγχόμενης δομής. Μίας δομής που θα χαρακτηρίζεται ως ελεγχόμενη, ασφαλής και ανθρώπινη. Μιας δομής, πρωτίστως, που θα εμφυσήσει το αίσθημα ασφάλειας, τόσο στους διαμένοντες, όσο και στις τοπικές κοινωνίες. Μιας δομής που θα εξασφαλίζει ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους φιλοξενούμενους της’’

 

Μια εβδομάδα μετά, 6 άτομα – οι 2 ανήλικοι – συλλαμβάνονται και κατηγορούνται για τον εμπρησμό της κόλασης της Μόριας με ανύπαρκτα στοιχεία (Οι συλλήψεις πραγματοποιούνται βασισμένες στην κατάθεση ενός και μόνο μάρτυρα ο οποίος στην συνέχεια εξαφανίζεται). Tελικά καταδικάζονται όλοι, χωρίς να δοθεί σε αυτή την καταδίκη η δημοσιότητα που είχε δοθεί στην πυρκαγιά της Μόρια-ενώ παράλληλα εξελίσσονται ανάλογες δίκες, όπως για μετανάστες που ήταν έγκλειστοι στη ΒΙΑΛ της Χίου. Ενώ η επιλογή των προσώπων που κατηγορούνται είναι τυχαία και αυθαίρετη, η ρατσιστική δαιμονοποίηση και εγκληματοποίηση των μεταναστών, που δήθεν δεν “αναγνωρίζουν την ελληνική φιλοξενία” από την μεριά του κράτους είναι συνειδητή και μεθοδευμένη απόφαση για την υποτίμηση των ζωών τους. Και αν η καταστροφή του στρατοπέδου της Μόριας και η βίαιη μεταφορά 13.000 ανθρώπων στο fast track νέο στρατόπεδο κράτησης που στήθηκε στο Καρά Τεπέ (στο οποίο διατηρείται ακόμη η βραδινή απαγόρευση) συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας, η πανδημία, η κρατική διαχείρισή της και η “εθνική ενότητα” απέναντι στον ιό, βύθισε στην λήθη τον συνεχή και ολοένα οξυνόμενο πόλεμο του ελληνικού κράτους κατά των μεταναστ(ρι)ών.

 

Τελικά, ο αντιμεταναστευτικός πόλεμος του Ελληνικού Κράτους και της Ε.Ε μόνο για μια στιγμή απαντήθηκε κινηματικά (με μαζικές αντιρατσιστικές πορείες χιλιάδων και ανάπτυξη αγωνιστικών σχέσεων ντόπιων-μεταναστριών στα κέντρα των πόλεων και στα νησιά), για να μετεξελιχθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο. Ένα νέο, πιο αυστηρό σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης και «camp επανένταξης» φτιάχνεται στα νησιά και στην ενδοχώρα.Νέα τσιμεντένια τείχη υψώνονται γύρω από τα «ανοιχτά camps» της Ριτσώνας, των Διαβατών, της Μαλακάσας, της Νέας Καβάλας, και όχι μόνο, μετά από προκήρυξη διαγωνισμού του Δ.Ο.Μ σε συνεργασία με Ελλάδα-Ε.Ε. Στα νησιά ολοκληρώνεται η κατασκευή 5 νέων camp, ενώ ο φράχτης του Έβρου ενισχύεται. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα camps στην Ελλάδα θα γίνουν πολύ λιγότερα, πιο κλειστά και πιο πολυπληθή, ενώ η παράλληλη επέκταση των αρμοδιοτήτων του Κράτους πάνω στο μεταναστευτικό συνηγορεί σε έναν μεγαλύτερο (δια)κρατικό συγκεντρωτισμό στη διαχείριση του “μεταναστευτικού”.

 

Αυτή είναι η απάντηση του ελληνικού Κράτους και της Ε.Ε όχι μόνο στο ζήτημα των “ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών”, αλλά και στο ζήτημα της στέγασης των μεταναστών/στριών. Πάνω από 10.000 εξώσεις οικογενειών που στεγάζονταν με επιδοτήσεις Κράτους, Ε.Ε, διαφόρων ΜΚΟ (με κύρια στεγαστικά προγράμματα το ESTIA Ι & ΙΙ και το HELIOS), δρομολογήθηκαν μέσα στην πανδημία και και θα ενταθούν το επόμενο διάστημα΄. Τέλος, το Υπουργείο Μετανάστευσης ανακοίνωσε από την 1.7.2021 δεν θα χορηγείται οικονομική βοήθεια σε αιτούντες άσυλο που δεν ζουν σε δομές που παρέχονται από το κράτος ή από τις συνεργαζόμενες με αυτό ΜΚΟ.

 

              Η αντιμεταναστευτική επίθεση στο δικαίωμα ασύλου μέσα στην πανδημία

 

 

Η ελληνική κυβέρνηση, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) της 2ης Μαρτίου 2020, στέρησε το δικαίωμα υποβολής αίτησης χορήγησης ασύλου σε όσους εισήλθαν στη χώρα, κάτι που εναντιώνεται στο Διεθνές Δίκαιο, η οποία εφαρμόστηκε για ένα μήνα. Η ΠΝΠ ανέστειλε την καταγραφή των αιτήσεων ασύλου για ένα μήνα, ενώ προέβλεπε άμεση απέλαση όσων εισέρχονταν σε ελληνικό έδαφος, χωρίς καταγραφή, στις χώρες καταγωγής τους ή στην Τουρκία. Βάσει της ΠΝΠ, οι άνθρωποι που έφθασαν στην Ελλάδα για να αιτηθούν διεθνή προστασία το Μάρτιο του 2020 έτυχαν αυτόματης και αδιάκριτης κράτησης με στόχο την επιστροφή τους, ενώ τους στερήθηκε η πρόσβαση στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και στα δικαιώματα που απορρέουν από την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.

Την χρονιά που ακολούθησε, η Υπηρεσία Ασύλου ήταν κλειστή, με αποτέλεσμα οποιοσδήποτε ήθελε να αιτηθεί άσυλο, να έχει ως μόνη επιλογή μια πολύμηνη αναμονή για ανοιχτά ραντεβού Skype, τα οποία ουσιαστικά δεν λειτούργησαν, αφού στις περισσότερες γλώσσες, σχεδόν καθόλη την διάρκεια της χρονιάς ήταν αδύνατο να απαντήσει κάποιος της Υπηρεσίας ασύλου στην κλήση.

Επιπλέον με κοινή Υπουργική απόφαση στις 7 Ιουνίου, το ελληνικό κράτος καθιστά την Τουρκία ως ασφαλή χώρα, εκτός από αιτούντες/σες άσυλο από την Συρία, και για επιπλέον τέσσερις χώρες προέλευσης: Αφγανιστάν, Σομαλία, Πακιστάν και Μπανγκλαντες.

Από την μια η Ελλάδα απορρίπτει ή δεν εξετάζει αιτήσεις ασύλου στην βάση ότι η Τουρκία είναι ασφαλής χώρα και φυλακίζει τους αιτούντες προς απέλαση, από την άλλη η Τουρκία από τον Μάρτιο του 2020 δεν δέχεται να λειτουργεί ως χώρα επανεισδοχής μεταναστών από την Ελλάδα. Ουσιαστικά οι άνθρωποι έτσι εγκλωβίζονται σε μια κατάσταση limbo ανάμεσα σε δύο κράτη, όπου η αίτηση ασύλου τους δεν εξετάζεται πουθενά και καταλήγουν υπό κράτηση ή εγκλωβισμένοι σε κάποιο καμπ στα νησιά.

 

 

      Οι ΜΚΟ διαχείρισης του μεταναστευτικού ως ένας ”Άλλος Πόλεμος”

 

Με την κωδική ονομασία ”Άλλος Πόλεμος” (Other War) ονομάστηκε συχνά στα πεδία της Μέσης Ανατολής η “ανθρωπιστική” πλευρά της ανοικοδόμησης των στρατιωτικά κατεστραμμένων περιοχών και ζωών. Κάπως έτσι πρέπει να δούμε και το ρόλο των ΜΚΟ στη διαχείριση του μεταναστευτικού στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, στην Ελλάδα. Οι ΜΚΟ είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν με ιδιωτικό ή κρατικό κεφάλαιο και στο προσφυγικό έχουν αναλάβει το ρόλο ενός ‘’μεσάζοντα’’  η ‘’ρυθμιστή΄΄ μεταναστών/στριών και κυβερνήσεων. Αποτελώντας μέρος μιας πολεμικής όσο και ανθρωπιστικής βιομηχανίας, λαμβάνουν χρηματοδότηση συμπληρώντας τα κενά της κρατικής διαχείρισης. Η μεθοδολογία, και στην ελληνική περίπτωση, ήταν η εξής: το Κράτος κήρυξε την “ανθρωπιστική κρίση”, οι ΜΚΟ μπήκαν στο παιχνίδι και έδωσαν τεχνογνωσία οργάνωσης της διαχείρισης του μεταναστευτικού, ενσωματώνοντας συχνά και αντιρατσιστικά αντανακλαστικά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ύστερα από ένα χρονικό σημείο το κίνημα αλληλεγγύης πέρασε σε μια φάση ‘’ΜΚΟποίησης’’ όπου με τη δημιουργία πολλών νέων ΜΚΟ αρκετοί ‘’ανθρωπιστές’’ επέλεξαν να ενσωματώσουν την αλληλεγγύη τους δουλεύοντας ή απευθυνόμενοι στις ΜΚΟ. Έτσι μεγάλο κομμάτι της δράσης που είχαν αναλάβει ένα προηγούμενο διάστημα αυτοοργανωμένες κινηματικές πρωτοβουλίες ενσωματώθηκε στη λειτουργία των διάφορων ΜΚΟ. Σε αυτό το πλαίσιο συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του συστήματος διαχείρησης του μεταναστευτικού και σε ότι αφορά αυτές που δραστηριοποιούνται στα camps αποτελούν ένα κομβικό κομμάτι της λειτουργίας του όλου συστήματος hot-spot. Δε μας έκαναν λοιπόν εντύπωση τα παράπονα που ακούσαμε από μετανάστ(ρι)ες για το ρόλο και τη δράση των ΜΚΟ. Από άθλιες παροχές όπως πολύ κακής ποιότητας φαγητό μέχρι αδιαφορία και ανοιχτά ρατσιστικές συμπεριφορές αλλά ακόμα και ανάληψη ενός ρόλου μπάτσου με χαρακτηριστικά καταστολής. Αν προσθέσουμε σε αυτά και την εργασιακή εκμετάλλευση των ίδιων των εργαζομένων που έχει επανηλλειμένα καταγγελθεί σχηματίζεται η αληθινή εικόνα ενός μηχανισμού που συντηρεί και αναπαράγει το ίδιο το σύστημα

 

Αφού πέρασε το πρώτο κύμα κρατικής διαχείρισης της “ανθρωπιστικής κρίσης”, ακολουθεί μια σχετική αποΜΚοποίηση, όπου το ελληνικό Κράτος ανακτά αρμοδιότητες με συγκεντρωτικό τρόπο το Κράτος. Διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη μαζί με την αναδιάρθρωση του συστήματος συνόρων-camps-αποκλεισμών-εκμετάλλευσης σε βάρος μεταναστών/στριών.

 

Η στάση μας απέναντι στις ΜΚΟ διαχείρισης του μεταναστευτικού είναι η εξής: α) αντιμετωπίζουμε όσες ΜΚΟ συμμετέχουν στον πυρήνα της επιχειρηματικής και κρατικής διαχείρισης των αντιμεταναστευτικών αποκλεισμών επιθετικά και κριτικά, επιδιώκοντας την αυτοοργάνωση ντόπιων-μεταναστριών χωρίς τέτοιους διαμεσολαβητές. Η στάση μας αυτή δεν έχει να κάνει με τη φύση αυτών των φορέων ως ΜΚΟ, αλλά με την ίδια τη δραστηριότητά τους-την ίδια στάση θα είχαμε και έχουμε απέναντι σε κρατικούς φορείς β) αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες εργαζόμενους σε αυτές τις ΜΚΟ κριτικά, όσο κριτικά αντιμετωπίζουμε το αντικείμενο της εργασίας τους. Τους ζητάμε με την αγωνιστική, αντιρατσιστική και αλληλέγγυα στάση τους να πάρουν θέση σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο διαλέγοντας έμπρακτα τη μεριά των καταπιεσμένων και όχι τη μεριά της κρατικής διαχείρισης και των καταπιεστών. Δυστυχώς, για δομικούς λόγους ο κανόνας είναι η ενσωμάτωση των εργαζομένων σε ΜΚΟ, και μόνο η εξαίρεση η έμπρακτα αντιρατσιστική στάση τους.

 

 

  1. Introduction

 

The Greek state has a long tradition in the racist management of refugees and migrants within it. The on going war and poverty in the Middle East and Africa (to which the Greek state actively contributes), the exclusion and exploitation policies, as well as ecological disaster, are forcing hundreds of thousands of people to seek a better future in Europe.

The planning of the European Union, however, holds a nightmarish future for them, with the Greek state being behind the expansive military interventions and at the forefront of the war against migrants on  the European territories.

 

Moving forward to a brief account of the greek state’s anti-immigration politics, we note that their focus is two-fold and includes measures both at the borders and inside the country. Starting from the war against migrants, their exclusion from the society, and their devaluation and exploitation in Greece, greek politics move towards the “externalisation” of the borders to countries away from Greece and EU (such as Libya, with the notorious collaboration between Greece, Italy and the Libyan coast guard and the reproduction of slave-trade conditions in N. Africa). Therefore, these externalized borders become the first obstacles to the movement of the migrants. Once approaching the land and sea borders of Europe and Greece, migrants are further pushed-back. Finally, if they manage to enter the country they are continuously arrested and detained for long periods in camps and even the ones that fulfil the strict criteria set by the state to become legal, have to face the aforementioned discrimination and exclusion.

 

From 1990 to 2008, a period including the 2004 Olympic games held in Greece, the greek state has strategically used migrants and focused on their illegalization* to increase the exploitation of their labour force, in the context of a developing greek economy (especially in the field of construction), looking for cheap workers for the fields, construction, health-care, sexwork, etc. Migrants came to Greece from the Balkans and from war-zones of the Middle East and Africa, where the greek state participated as a NATO and EU member (e.g. Iraq, Afghanistan). State violence and racist devaluation in greece completed the picture of labour-exploitation, as the migrants themselves have reported: violent push-backs at the borders, illegal extended detention and torture at the police stations, horrible work and living conditions, fascist pogroms, etc.

 

This strategy did not change after 2008; rather, it was developed and enriched. The 2008 financial crisis, the Arabic rebellions of 2011 and the increase of the war conflicts in the Middle East, the anti-immigration war of Greece increased and was systematized, following the systematic war-alliance of Greece-Cyprus-Israel-Egypt, which completed the already existing framework of NATO and EU.

Below we will highlight three basic and intertwined components of the anti-immigration war and the management of the population by the state and the EU: the pushbacks at the border of Evros, the administrative detention and the system of detention centers, the system of camps.

 

* By illegalization we refer to the intentional state-driven framing of migrants as illegal in order to strip them off their rights and to increase their exploitation.

 

 

The fortification of Evros and the pushbacks 

 

As early as 2005, the greek police and army had been discussing the creation of a fence at Evros. Dimaschakis, who was at that period the head of the police and military official, visited the USA (G. W. Bush period) and consolidated a cross-country collaboration to transfer the knowledge and experience from the wall of Mexico. In 2008, greek police forces received training from americans. The fence begun to materialize under the supervision of Papoutsis (minister of migration) and the head of the greek army, Fragos, in 2011. In 2015, shortly after the election of Syriza and Anel, Giannis Mouzalas who was the minister of migration politics at that period, excluded any possibility to demolish the fence of Evros. “There are technical issues that currently make the idea of Evros to be opened non-viable”, he stated at his interview at the Sunday issue of the newspaper Vima.

Multiple testimonies of migrants that have been pushed back from Evros suggest an established and thorough practice of repel: arrests from the army and the police are followed by the detention in police stations or other places (storage rooms, barracks) in inhuman conditions, with no food or water. The jailers proceed to the systematic removal of personal items, even clothes, and to extreme violence that may escalate even to virtual executions. The participation of people with identifiers that cannot be classified as police or army forces in these violent acts is particularly alarming. Eventually the migrants are pushed back to Turkey with boats from the river Evros. Therefore, as several international organisations, institutions and journalists have underlined, the legal right to register and seek for asylum is omitted. According to reports published by the Guardian, EU member-states have applied illegal (and legal) methods at the borders to pushback more than 40.000 asylum seekers during the pandemic and these practices have led to the death of at least 2000 people.

The fence of Evros has been reinforced and further expanded recently. Moreover, the greek police has placed a sound canon (LRAD) at the borders to be used against migrants and local disobedient groups, a practice that has been applied in developed capitalist states with experience in suppressing the people (USA, Israel).

 

The recent history of Amygdaleza and other detention centres

 

Another example of the developments concerning the greek state’s war on migration and the collaboration between New Democracy and SYRIZA is Amygdaleza. The detention centre is located at the police school and was founded in 2012, when Chrysohoidis asked the different municipalities to suggest locations for the establishment of the 30 camps he was committed to create. Amygdaleza started with 90 double containers.

Zeus Xenios, the police programme ironically named after greek mythology, initiated in August 2012 with state-organised pogroms in the centre of Athens, filling up Amigdaleza and Petrou Ralli with migrants (namely from Pakistan, Afghanistan, Bangladesh, and a few from Albania, Georgia, Morocco, Somalia, etc.). The implementation of mass internments in order to prevent migrants from coming (and so much focused not deportations) was clear.

In March 2014, the state’s legal council allows the detention for periods exceeding 18 months, calling the detention now a “restraining order of freedom”, a legal wordplay, since any detention exceeding 18 months without a conviction is illegal. From then on, detention could exceed the 18-month limit and people could be imprisoned for 22, 24, or 26 months, while others are already in their second 18-month period.

It is important to note here that when Amygdaleza was created, the Asylum service was not yet founded. Thus, detainees in Amydgaleza could not succeed in applying for asylum. During that period, 2000 people would gather at Petrou Ralli to apply for asylum, but only 20 would succeed. In 2013, with the foundation of the Asylum Service, a special unit for Amygdaleza was created. The unit would register the applications from the camp, but there were huge delays in the process, reaching up to 6 months only until the registration. Further delays are documented until the final interview at Katechaki. In the meantime, the Asylum Service requested the reinforcement of the detention until the final decision of the application.

From its foundation until today, Amygdaleza is nothing but a prison with no services for the migrants, which has been expanding since 2016. Despite their declarations and the temporary decluttering of the camp, on the 20th of September 2016, the government of SYRIZA, with the then minister Toskas, announced the continuation of Amygdaleza as a closed detention camp. In 2018, according to a ministerial decision, the government of SYRIZANEL decides the prolongation of all the camps (Tauros, Amygdaleza, Corinth) until the 31 of December 2022.

From 2015 to the generalization of the concentration camps

From 2015 to 2016, the government of SYRIZANEL takes an “antiracist position” in the constant state-war against the migrants. The antiracist politics of SYRIZA, combined with the militarization of the treatment of migrants, were the state’s answer to the struggle of migrants for free movement and the antiracist solidarity movement. In 2015, EU and Greece talk about an “explosion of immigration” that calls for a new system of “management”. The initial “openness” of the greek government and Eu is quickly replaced by a new agreement between EU and Turkey for the “control of the migration flows”. A document of the European Committee of that period characteristically closes with the proposal of the “hot-spot” system in Greece and Italy.

The agreement between EU and Turkey (and, consequently, Greece-Turkey) that materialized with the law N. 4375/2016 was a milestone for the development of the new system of camp-hot-spots, which is largely the same until today. Based on this agreement, the migrants could be detained in hot-spots (closed camps) on Lesvos, Chios, and Samos, until their case has been examined and for a period up to one month. If their case has not been examined in the course of a month, the migrants would be transferred in camps located at the inlands of Greece, without specifying if these would be “open” or “closed”. Finally, if the migrant is not granted asylum, he or she would be transferred to a closed centre before being deported to their country of origin. The agreement included further measures concerning the role of Turkey in preventing migration to EU.

  1. 4375/2016, and especially articles 14 and 15, clarify that the “open centres” of the inlands require the presence of the closed camps on the east Aegean greek islands (Lesvos, Chios, Samos and more). Therefore, the hot spots should be seen as part of the antimigration politics. They are a contemporary version of concentration camps, the desired product of the material needs of capitalist states and a weapon for the capitalist, national and biopolitical control of the enemy. As such, hot spots are part of the current international class war that was initiated by the 2008 financial crisis and found its peak in the Middle East.

 

                 2020: From the fascist turn at the borders to the lockdowns

 

The assassination of Muhammad Al-Arab and Muhammad Gulzar at Evros by the greek police in February 2020, as part of the competition/collaboration between Greece and Turkey to block the “massive immigration flows”, combined with the fascist pogroms on the East Aegean islands during the same period (which clashed with the rather limited local antiracist/antifascist movement), contributed to the development of the war against migrants.

The development of the war escalated during the pandemic and especially with the lockdowns enforced since March 2020. The “open camps” closed even more with ridiculous arguments of health-concerns that in reality enforced a much-critised racist lockdown. The greek state used the tests, the fines, and the threat of the pandemic to increase state control of the migrants’ movement. Covid-19 was an opportunity for all camps could to be turned into closed structures.

A few covid-19 cases in Ritsona, Elaionas, Malakasa, and other camps, became the excuse to forbid the right of entry and exit of the migrants and the solidarians at the camps, regardless of whether they would use masks of not. In the meantime, the “national plan for crisis management: Agnodiki”, involving the greek police and army, came to light. According to the plan, “This scenario will be applied in cases of extended uprisings, large natural disasters, and cases concerning health threat with high risk of dispersion. The whole camp is characterized as a “critical area” and there is an effort to clearly define its limits. The perimeter of the camp will have only two entry-exit points, a primary and an alternative one. In practice, the camp will become a “red zone” with two predefined entry and exit points. Access to the “critical” and the “hot” zones are under the complete control of the police”.

The government had already announced through the minister Notis Mitarakis the transition from the 93 camps and other structures active in greece to 38 closed camps, i.e. the demolishment of 55 structures, including the hotels. Therefore, the pandemic was a great opportunity to enforce this preexisting decision. Moreover, as the minister had announced in a radio show: “the speed-up of the asylum process (editor’s note: the acceleration of the mass rejections of the applications) is key to not create new camps, to prevent an increase of the residents and finally, to say something really important, it contributes to stopping the flows. To know that our country is no longer open to migration for those that are not eligible for international protection. And this is a clear political choice of the government”. According to his statement, ND reduced the migration flows 90% during the first year of the pandemic. In his new-year wishes, the minister of civil protection, Michalis Chrysochoidis, included the covid-vaccine and the fence of Evros among the things that will make Greece a safe country for greeks and Europeans.

In this way, the greek-state’s management of the restless migrant population and the unruly locals took well-defined forms during the pandemic. The controlling mechanisms of the state become a common strategy for the increasingly oppressed multi-national population. A characteristic example is that the ministry of migration and asylum will soon develop and enforce and automatized surveillance system in the new establishments at the islands and the borders, according to an official document written by the organisation AlgorithmWatch. The system is described as “a completed digital system of management of electronic and physical security placed in and around the facilities, using cameras and an algorithm that analyses movements (AI Behavioral Analytics)”.

The migrants do not stay uninvolved against the above developments. Their actual movement, in the state of illegalness or semi-illegalness, is in conflict with the entire international system of management and exclusions. At the same time, dozens of less or more visible fights in the cities and in the camps are developed, forcing the state to change its anti-migration politics and to close, or open, the camps and the borders. The lockdowns at the camps, similarly to those at the cities, “loosened” only when the struggles and the disapproval of the oppressed reached a boiling point, before the “tourist season” started for the capital.

 

             From the fire at Moria to today’s restructuring of the camp-system

 

In September 2020 (8.9.2020) a fire broke out at the migrant concentration camp of Moria, leading to the complete destruction of the camp within two days. Manos Logothetis, the general secretariat of migration politics at the time, stated: “Greece is under attack. If we step back now, we will give the impression that Greece has been defeated. For this reason and since the migrants did what they did (editor’s note: implying that they burnt down Moria), they will stay on the streets, in tents under olive trees, for as long as it takes”. Mitarakis stated: “Moria cannot continue as it had during the last years. Once more, such incidents point to the need to speed-up the creation of a closed controlled facility. A facility that can be characterized as controlled, safe, and humane. A facility that will primarily create a sense of security both to its residents as well as to the local communities. A facility that will secure humane and decent living conditions to its guests”.

A week later, 6 people (2 of which minors) were arrested and accused of arson with non-existent evidence. The arrests are based on the testimony of only one witness who later disappears. They are eventually convicted without giving any publicity to the trial, in contrast to the publicity that the fire at Moria had gained. At the same time, several similar trials are carried out, such as those for the migrants of VIAL in Chios. While the selection of the accused migrants is random and without any basis, the racist demonization and criminalization of the migrants, who are framed as not “recognizing greek hospitality”, is actually an intentional and planned method for the devaluation of their lives. Even though the destruction of Moria and the violent relocation of 13000 people in the new detention camp at Kara Tepe (where curfew is still enforced) found publicity, the pandemic and the “national unity” against the virus gradually led the state-war on migrants to oblivion.

The massive antiracist demonstrations of thousands of people and the development of political relationships between locals and migrants in the cities and on the islands, faced the further development of the anti-migration politics of the Greek state and EU. A new, stricter system of camps (concentration and rehabilitation camps) is built on the islands and the inlands. New concrete walls are built around the “open” camps of Ritsona, Diavata, Malakassa, Nea Kavala, and more, through a collaborative project of IOM, Greece and EU. Five new camps are built on the islands and at the same time the fence of Evros is reinforced. The camps in Greece will eventually become fewer, stricter and even more overpopulated and the excessive role of the state on issues considering migration demonstrates an turn towards an international totalitarian approach on migration.

 

This is how the Greek State and EU respond to the issue of “uncontrolled migrant flows” and the problem of housing for asylum seekers. Over 10.000 evictions of families that were previously being housed with subsidy from the state, EU and various NGOs (the main housing programs being ESTIA I & II and HELIOS) were programmed to happen during 2021, and this will keep intensifying in the next months. Finally, the Ministry of Migration announced that from 1.7.2021 no financial aid will be granted to asylum seekers who do not live in structures provided by the state or by its collaborating/sponsored NGOs.

 

                 

                Αttack against the right to seek asylum during the pandemic

 

 

The Greek government, by a Legislative Content Act (PNP) of March 2, 2020, deprived the right to apply for asylum to those who entered the country, which is contrary to international law, which was implemented for a month. This law suspended the registration of asylum applications for a month, while it provided for the immediate deportation of those who entered Greek territory, without registration, in their countries of origin or in Turkey. According to this act, people who arrived in Greece to seek international protection in March 2020 were automatically and indiscriminately detained for their return, while being denied access to the asylum process and rights deriving from national, European and international law.

The following year, the Asylum Service was closed, with the result that anyone wishing to apply for asylum had as their only option a long wait for open Skype appointments, which practically did not work, since in most languages, almost all year round it was impossible for someone from the Asylum Service to answer the call.

In addition, by a joint ministerial decision on June 7, the Greek state makes Turkey a safe country, in addition to asylum seekers from Syria, for an additional four countries of origin: Afghanistan, Somalia, Pakistan and Bangladesh.

On the one hand, Greece rejects or does not consider asylum applications on the grounds that Turkey is a safe country and imprisons asylum seekers, on the other hand, since March 2020, Turkey has not accepted to operate as a country for the readmission of immigrants from Greece. Essentially people are thus trapped in a limbo situation between two states, where their asylum application is not considered anywhere and they end up in detention or trapped in a camp on the islands.

 

                            Migration NGOs as the “other war”

 

The humanistic side of the reconstruction of war zones in the Middle East has often been presented with the code-name “other war”. This how we perceive the role of NGOs in the management of migration at the eastern borders of Europe (Greece). NGOs are commercial businesses that function with private or state capital and their role has been that of a mediator between migrants and governments. Being part of the war/humanistic industry, they receive funding to fill in the gaps of the state-management of migration. The methodology in the case of Greece is the following: the state declares a “humanitarian crisis” and the NGOs provide the know-how on the management of migration, often incorporating antiracist elements.

At a certain point, the movement in solidarity with migrants turned to the NGOs (NGOisation). With the creation of several new NGOs many “humanists” chose to incorporate their solidarity either by working or turning to the NGOs and by doing this, they contribute to the reproduction of the state management of the migrants. Moreover, the individuals working at the camps are a crucial part of the successful implementation of the hot-spot system. We were thus not surprised to hear migrants complain about the role and functions of NGOs. From miserable services to low quality food and from indifference to openly racist behaviour, taking even the repressive role of cops. If we take into account the multiple cases of labour exploitation reported by the workers at NGOs themselves, we can complete the picture of a mechanism that conserves and reproduces the system.

A de-NGOisation followed the first wave of state management of the “humanitarian crisis”, during which the state regains its roles with a totalitarian manner. The process is still under development alongside the reconstruction of the system of camps-borders-exlusions-exoloitations against migrants.

Our position against NGOs is the following: a) we are critically opposed to NGOs that participate in the core of the business and state-based management of the anti-migrant exclusions and we aim at the self-organisation of locals and migrants without such mediators. This position is not related to the nature of these organisations as non-governmental. Rather, it related to their activities and we would have exactly the same position if they were governmental. b) we are critically opposed against the workers at NGOs, in the same way we are critical towards their work. For those with antiracist and solidarian motives, we call them to choose the side of the oppressed, and not the oppressors, in this social war. Unfortunately however and for structural reasons, NGO workers are usually integrated and their antiracist actions are only an exception.